- ανδρακάς
- (I)ἀνδρακάς επίρρ. (Α)ανά άνδρα, ανά έκαστον άνδρα, στον καθένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + (επιρρ, κατάλ.) -κας, η οποία πιθ. συνδέεται με την αρχ. ινδ. κατάλ, -sas (πρβλ. ēca-śas «καθ' ένα», dvi-śas «κατά ζεύγη» κ.ά.)].————————(II)ἀνδρακάς (-άδος), η (Α)το μερίδιο που αντιστοιχεί σε κάθε άνδρα.
Dictionary of Greek. 2013.